μίσσος

μίσσος
(I)
μίσσος, ὁ (Μ)
1. πιάτο
2. φαγητό, έδεσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. λατ. missus «παράθεση εδεσμάτων (< mitto «βάζω τραπέζι»)].
————————
(II)
μίσσος, τὸ (Μ)
1. πιάτο
2. φαγητό, τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. μίσσος με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μίσσο — το (Μ μίσσο) μερίδα φαγητού, φαγητό, πιάτο («πασαείς ας πιάσει το μίσσο εκείνο οπού αγαπά να τον καταχορτάσει», Στάθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μίσσος με αλλαγή γένους ή πιθ. από παλ. ιταλ. miso] …   Dictionary of Greek

  • οπτόμινσον — ὀπτόμινσον, τὸ (Μ) οπτό κρέας, ψημένο κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + μίνσος, άλλος τ. τού μίσσος (Ι) «φαγητό, έδεσμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”