- μίσσος
- (I)μίσσος, ὁ (Μ)1. πιάτο2. φαγητό, έδεσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. λατ. missus «παράθεση εδεσμάτων (< mitto «βάζω τραπέζι»)].————————(II)μίσσος, τὸ (Μ)1. πιάτο2. φαγητό, τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. μίσσος με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.